Ήταν το 1976 όταν το φορτηγό πλοίο M/V Father έπλεεστα νερά της νοτιοανατολικής Ασίας, πλησιάζοντας το πολύβουο λιμάνι της Σιγκαπούρης. Ο καπετάν-Θωμάς, έριξε μια ματιά στα πανύψηλα κτήρια που σχημάτιζαν τον ορίζοντα της πόλης, ενώ ο ήλιος βούλιαζε σιγά σιγά πίσω τους. Ήξερε ότι το πλήρωμά του ανυπομονούσε για την άφιξη, μιας και όλοι είχαν να λένε για τα μπαρ, τα κορίτσια και τη διασκέδαση που τους περίμενε εκεί.
«Σιγκαπούρη, μάγκες!» φώναξε ο καπετάνιος, και το πλήρωμα αντέδρασε με επιφωνήματα χαράς.
Το πλοίο άρχισε να επιβραδύνει καθώς προσέγγιζε το λιμάνι. Πριν προλάβει να δέσει, μια μικρή βάρκα πλησίασε στα γρήγορα, και τα πρώτα άτομα που ανέβηκαν στο πλοίο ήταν οι περίφημες «Κόκα Κόλες». Έτσι τις φώναζαν οι ναυτικοί, γελώντας μεταξύ τους, για τα κορίτσια που έρχονταν πάντα πρώτα, πριν ακόμα εμφανιστεί ο πιλότος για να οδηγήσει το πλοίο στο αγκυροβόλιο, η στο λιμανι.
Η Μαρί, μια ψηλή κοπέλα με έντονα βαμμένα χείλη, πλησίασε τον Νίκο, τον πρώτο μηχανικό. «Καλώς ήρθατε πάλι στη Σιγκαπούρη», του είπε με ένα πονηρό χαμόγελο. Ο Νίκος, παρόλο που προσπαθούσε να κρατήσει τη σοβαρότητά του, δεν μπόρεσε να μην της χαμογελάσει. Ήξερε ότι μετά από 23μερες στη θάλασσα, ενα εικοσιτετραωρο στη στεριά θα του έδιναν την ευκαιρία να ξεχάσει για λίγο τις ατελείωτες ώρες δουλειάς.
Μόλις ο πιλότος ανέβηκε και το πλοίο δέθηκε με ασφάλεια, το πλήρωμα ήταν έτοιμο για τη νύχτα που τους περίμενε. Η πόλη τους προσκαλούσε με τα λαμπερά της φώτα και τη ζεστή της ατμόσφαιρα. Απ’ όλα τα μπαράκια όμως, ένα ήταν αυτό που ξεχώριζε: το περίφημο μπαρ «Αλή Μπαμπάς». Όσοι είχαν ξαναέρθει, το είχαν κάνει στέκι τους.
«Πάμε στον Αλή Μπαμπά!» φώναξε ο Κώστας,ο λοστρομος,και οι υπόλοιποι ακολούθησαν γελώντας.
Το μπαρ ήταν γεμάτο κόσμο. Τα φώτα ήταν χαμηλά, οι μουσικές ακούγονταν έντονα, και οι φωνές των ναυτικών από όλο τον κόσμο μπλέκονταν με αυτές των ντόπιων. Γυναίκες με πολύχρωμα φορέματα κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους πελάτες, προσφέροντας ποτά και γέλια. Ο Νίκος, με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι, χάζευε το χώρο. Ο καπνός γέμιζε την ατμόσφαιρα, ενώ οι συζητήσεις και τα τραγούδια ακούγονταν από παντού.
Η νύχτα κύλησε γρήγορα μέσα σε γέλια, ποτά και ιστορίες από τις θάλασσες. Η Μαρί ήταν πάντα δίπλα στον Νίκο, ενώ ο Κώστας ο “μποσης” είχε χαθεί σε μια παρέα με ντόπιες γυναίκες, γελώντας και φλερτάροντας έντονα.
Καθώς η ώρα περνούσε, ο Νίκος σκέφτηκε για μια στιγμή τη ζωή στη θάλασσα. Η Σιγκαπούρη ήταν μια ανάσα ελευθερίας, αλλά πάντα επέστρεφαν στο καράβι. Το ξημέρωμα θα έφερνε την αναχώρηση και τη συνέχιση του ταξιδιού.
«Αύριο πάλι στη θάλασσα», σκέφτηκε, αλλά για τώρα, απολάμβανε τη στιγμή, το ουίσκι του και το γέλιο της Μαρί δίπλα του.
Η Σιγκαπούρη, το λιμάνι των αντιθέσεων, τους καλούσε για άλλη μια νύχτα περιπέτειας. Και ο Νίκος ήξερε ότι αυτές οι στιγμές ήταν που κρατούσαν έναν ναυτικό ζωντανό στις ατέλειωτες μέρες της μοναξιάς.
Υ.Γ.«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».
Ενα πολυ ενδιαφερον blog!!
ΑπάντησηΔιαγραφή