Ο μαστρο-Παναγιώτης, ένας παλιός θαλασσόλυκος με τη σοφία των χρόνων, βρισκόταν το 1976 με το καραβιτου, φορτωμένο με «σούπερ τζενεράλ κάργο», κατευθυνόμενο προς τον μακρινό κόλπο της Νιγηρίας. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες για το Λάγος και τις επικίνδυνες θάλασσές του, αλλά εκείνη τη χρονιά ήταν το ταξίδι που θα τον σημάδευε για πάντα.
Το καράβι του, M/v«Άγιος Νικόλαος», έφτασε στη ράδα του Λάγος, μόνο για να διαπιστώσει ότι δεν υπήρχε χώρος να δέσει στον ντοκο. Η ράδα ήταν γεμάτη με καράβια από κάθε γωνιά του κόσμου, όλα περιμένοντας τη σειρά τους να ξεφορτώσουν. Το λιμάνι ήταν κορεσμένο, οι ντόπιοι λιμενεργάτες λίγοι, και οι εβδομάδες περνούσαν χωρίς καμία πρόοδο. Ο μαστρο-Παναγιώτης και το πλήρωμά του βρέθηκαν παγιδευμένοι εκεί για έξι ολόκληρους μήνες στην ραδα του Λαγος.
Κατά τη διάρκεια αυτής της παραμονής, τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Η ράδα του Λάγος ήταν γνωστή για τους πειρατές, και κάθε νύχτα ερχόντουσαν “φουρτουνιασμένοι” από τη στεριά, με σκοπό να λεηλατήσουν τα καράβια. Ο μαστρο-Παναγιώτης θυμόταν τις πρώτες επιθέσεις: έβλεπε τους πειρατές να καταφτάνουν με τις βάρκες τους, φωνάζοντας και απειλώντας. Σε μια από αυτές τις επιθέσεις, είχαν σκοτωθεί δυο ναύτες από ένα άλλο ελληνικό καράβι. Έτσι, τα πληρώματα οργανώθηκαν. Έβαζαν βάρδιες, οπλισμένοι με ό,τι είχαν – ακόμα και αυτοσχέδια όπλα, έκαναν περιπολίες στις γέφυρες και στα καταστρώματα για να προστατεύσουν τα καράβια τους.
Ένα απόγευμα, ο μαστρο-Παναγιώτης έμαθε για το καράβι «Παναγιά», ένα πλοίο που είχε δεσει στον ντόκο και φιλοξενούσε γιατρούς. Αυτοί οι γιατροί προσέφεραν βοήθεια σε όποιον τη χρειαζόταν, μια ανάσα ανακούφισης για τα ταλαιπωρημένα πληρώματα. Πολλοί ναύτες, εξουθενωμένοι από τη ζέστη και την ένταση, βρίσκονταν συχνά στα ιατρεία του πλοίου για φροντίδα.
Τα βράδια, όταν τα πράγματα ηρεμούσαν κάπως, η καθημερινότητα είχε τις δικές της αποδράσεις. Ο μαστρο-Παναγιώτης και οι άντρες του κατέβαζαν τις σωσίβιες βάρκες και κατευθύνονταν προς τη στεριά. Η αγαπημένη τους στάση ήταν το περιβόητο «Μπαρ 21», ένα μπαράκι στο Λάγος, όπου μαζεύονταν ναυτικοί από κάθε γωνιά του κόσμου. Εκεί έβρισκαν παρηγοριά και συντροφιά, πνίγοντας τις ανησυχίες τους σε μια κρύα μπύρα,ουισκι,κλπ, και λίγη καλή κουβέντα.
Στο λιμάνι, έβλεπες τις «φελούκες» να πηγαινοέρχονται, μικρά πλεούμενα φορτωμένα με ό,τι μπορείς να φανταστείς: από γυναίκες μέχρι φαγητό και ποτά, προσπαθώντας να προσελκύσουν τους κουρασμένους ναυτικούς. Η ζωή εκεί ήταν σκληρή, γεμάτη αντιξοότητες και αγωνίες, αλλά παράλληλα υπήρχε και μια αίσθηση περιπέτειας.
Καθώς οι έξι μήνες περνούσαν αργά, ο μαστρο-Παναγιώτης είχε δει και ζήσει τα πάντα. Οι άντρες του τον θαύμαζαν για τη στωικότητα και την αποφασιστικότητά του, καθώς κρατούσε το ηθικό ψηλά, ακόμα και όταν τα πράγματα έδειχναν να χειροτερεύουν.
Όταν επιτέλους ήρθε η ώρα να ξεφορτώσουν και να φύγουν από το Λάγος, όλοι ένιωσαν ανακούφιση, αλλά και μια περίεργη νοσταλγία για τους μήνες που πέρασαν σε εκείνο το αφιλόξενο λιμάνι. Ο μαστρο-Παναγιώτης ήξερε πως το ταξίδι αυτό θα το θυμάται για πάντα – όχι μόνο για τους κινδύνους, αλλά και για τις μικρές νίκες της καθημερινότητας.
Ήταν άλλο ένα κεφάλαιο στη ζωή του, γεμάτο περιπέτεια, κινδύνους και αντοχή. Ένα κεφάλαιο που θα έλεγε ξανά και ξανά στις βραδινές αφηγήσεις στους νεότερους ναυτικούς, όταν εκείνοι τον ρωτούσαν για τα πιο δύσκολα ταξίδια του.
Η ιστορια εν περιληψη ειναι αληθινη.Τα προσωπα και τα ονοματα ειναι φανταστικα.
Υ.Γ.«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα»
άφησε και ενα σχολιο!