Ήταν το καλοκαίρι του 1965 στο λιμάνι του Λορέντζο Μάρκες, στη Μοζαμβίκη, μια πόλη γεμάτη ζωή, μυρωδιές και ήχους από το εμπόριο που άνθιζε κάτω από τον αφρικανικό ήλιο. Οι ντόπιοι έμποροι, οι ναυτικοί από όλο τον κόσμο και οι τυχοδιώκτες που περνούσαν από εκεί, έδιναν στο λιμάνι έναν χαρακτήρα γεμάτο εντάσεις και προσδοκίες.
Ο καπετάν Αντρέας,
Έλληνας από τη Χίο, είχε δέσει το καράβι
του, το Αγία
Μαρίνα, στο
λιμάνι. Το πλοίο του,ενα Liberty,
ήταν
γεμάτο με φορτία τσαγιού από την Ινδία,
καφέ από την Κένυα και μερικά ξύλινα
κιβώτια που ο ίδιος ήξερε καλά πως
έκρυβαν κάτι πολύτιμο. Μα κανείς δεν
μιλούσε για αυτά, ούτε ο ίδιος, ούτε το
πλήρωμά του.
Ο πρώτος αξιωματικός,(Γραμματικος) ο καπεταν Δημήτρης, ένας άνδρας με τραχύ δέρμα και μουστάκι που τον έκανε να μοιάζει σαν να κουβαλούσε όλα τα βάσανα του κόσμου πάνω του, έριξε μια τελευταία ματιά στα αμπαρια. Ήξερε ότι η διαμονή τους στο Λορέντζο Μάρκες δεν θα ήταν μόνο για ανεφοδιασμό. "Καπετάνιε, οι άντρες λένε ότι κάτι δεν πάει καλά με τα κιβώτια που φορτώσαμε στη Βομβάη", είπε προσεκτικά. Ο καπεταν Αντρέας τον κοίταξε σιωπηλός. "Δεν είναι δική μας δουλειά, Δημήτρη. Να φτάσουμε στο Ρίο και να τα παραδώσουμε. Ό,τι κι αν είναι, πληρωνόμαστε καλά."
Το λιμάνι το βράδυέμοιαζε με σκηνή από ταινία. Φώτα από τις ταβέρνες, μουσικές από κιθάρες και τραγούδια, φωνές από όλους τους άκρες της γης, σε κάθε λογής γλώσσα. Ο Αντρέας μπήκε σε ένα από τα στενά μπαρ, ξύλινο και γεμάτο καπνό. Εκεί, συναντήθηκε με έναν παλιό γνώριμο, τον Τζόνι τον Άγγλο, έναν λαθρέμπορο που πάντα είχε τις πληροφορίες που χρειαζόταν.
"Τα κιβώτια σου, Αντρέα, είναι επικίνδυνα. Περιέχουν όπλα για την επανάσταση στην Ανγκόλα", είπε ο Τζόνι. Ο καπετάνιος ένιωσε το βάρος των λέξεων του. "Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Απλώς κάνω το ταξίδι", απάντησε. "Καλύτερα να φύγεις νωρίς", του ψιθύρισε ο Τζόνι και σηκώθηκε.
Τα πράγματα στο λιμάνι, όμως, δεν έμειναν ήσυχα. Εκείνο το βράδυ, οι αρχές της Μοζαμβίκης πήραν χαμπάρι για το παράνομο φορτίο και άρχισαν να ψάχνουν πλοία. Το πλήρωμα του Αγία Μαρίνα έτρεξε να σώσει ό,τι μπορούσε. Μεσάνυχτα, με τα φώτα του λιμανιού να αχνοφέγγουν, το καράβι ξεκίνησε σιωπηλά, χωρίς να γίνει αντιληπτό. Οι άνδρες πάνω στο πλοίο ήξεραν ότι το ταξίδι αυτό θα τους άλλαζε για πάντα.
Έπρεπε να γίνουν καπνός πριν τους πιάσουν. Ο δρόμος για το Ρίο φαινόταν μακρύς, γεμάτος καταιγίδες, τόσο στη θάλασσα όσο και στις καρδιές τους.
Η ιστορια εν περιληψη ειναι αληθινη.Τα προσωπα και τα ονοματα ειναι φανταστικα.
Υ.Γ.«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα»
άφησε και ενα σχολιο!