Ο Στέφανος, έμπειρος ναυτικός με χρόνια στη θάλασσα, είχε δέσει το καράβι
του σε ένα από τα πιο τραχιά λιμάνια της Μεσογείου. Το λιμάνι ήταν γεμάτο ναύτες από κάθε γωνιά του κόσμου, και τα μπαρ πάντα βοουσαν απο την ένταση των φωνών, και των γελιων μεθυσμένων.
Εκείνο το βράδυ, μετά από μήνες ταξιδιού, ο Στέφανος βρήκε καταφύγιο σε ενα παλιο Μπαρ. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από καπνό και τα ποτα, και οι άνδρες γύρω του μιλούσαν με ένταση. Καθώς καθόταν μόνος του, ένας άγνωστος άνδρας τον πλησίασε με απειλητικό ύφος. Ήταν ο Γκρέγκορι, ξακουστός για τις φασαρίες που προκαλούσε.
«Εσύ, ξένε», του είπε ο Γκρέγκορι, «σε είδα να μιλάς με τους άντρες μου. Μήπως έχεις σκοπό να μπλέξεις;»
Ο Στέφανος σηκώθηκε αργά, οι κινήσεις του ήρεμες αλλά γεμάτες αποφασιστικότητα. «Δεν έχω καμία δουλειά μαζί σου», απάντησε ψύχραιμα, αλλά ο Γκρέγκορι δεν είχε σκοπό να το αφήσει εκεί.
Με μια ξαφνική κίνηση, ο Γκρέγκορι του επιτέθηκε, και πριν το καταλάβουν, ολόκληρο το Μπαρ είχε γίνει πεδίο μάχης. Ο Στέφανος, με την εμπειρία του από τις δυσκολίες της θάλασσας, απέφυγε τα πρώτα χτυπήματα και αντεπιτέθηκε με δύναμη, ρίχνοντας τον Γκρέγκορι κάτω.
Το Μπαρ σίγησε. Οι άνδρες κοιτούσαν τον Στέφανο με θαυμασμό και φόβο. Ο Γκρέγκορι, ντροπιασμένος, σηκώθηκε και έφυγε. Ο Στέφανος, χωρίς να πει λέξη, πλήρωσε το ποτό του και βγήκε έξω στο λιμάνι, όπου η νύχτα ήταν ήσυχη, σε αντίθεση με την καταιγίδα που είχε μόλις περάσει.
Από εκείνη τη στιγμή, όλοι στο λιμάνι ήξεραν πως δεν ήταν φρόνιμο να μπλέκεις με τον Στέφανο, τον ναυτικό που ήξερε πότε να μιλάει και πότε να μάχεται.
Υ.Γ.«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».
άφησε και ενα σχολιο!