Μια σκοτεινή νύχτα του 1967 στον Ειρηνικο ωκεανό, το παλιό εμπορικό
πλοίο Αργώ διέσχιζε τα βαθιά νερά του Ειρηνικου. Ο καπετάνιος Νικόλας, ένας έμπειρος ναυτικός με μακριά λευκά μαλλιά και πρόσωπο σκαμμένο από τον αλμυρό αέρα, κοίταζε τον ορίζοντα. Ο ουρανός είχε αρχίσει να αλλάζει από γαλάζιο σε γκρίζο, και σύννεφα τόσο βαριά σαν να κατέβαιναν από τον ουρανό πλησίαζαν απειλητικά.
«Κάτι δεν πάει καλά», μουρμούρισε ο καπετάνιος καθώς η θάλασσα άρχιζε να αγριεύει. Τα κύματα σηκώνονταν ψηλά και τα πρώτα σημάδια της καταιγίδας ήταν ήδη εδώ. Ένας δυνατός άνεμος άρχισε να φυσά από το βορρά, και μέσα σε λίγα λεπτά, η κατάσταση χειροτέρευε. Το πλήρωμα, αν και έμπειρο, έτρεχε στα πόστα του, προσπαθώντας να ασφαλίσει τις μπουκαπορτες,και να μποτσαρει πραγματα για να ετοιμαστεί για τη θύελλα που έρχονταν.
Ξαφνικά, ο ουρανός σκιστηκε από έναν δυνατό κεραυνό. Ο θόρυβος ήταν τόσο εκκωφαντικός που κάλυψε ακόμα και τον ήχο των κυμάτων που χτυπούσαν ανελέητα την πλευρά τουπλοίου. Η βροχή άρχισε να πέφτει καταρρακτωδώς, κάνοντας το κατάστρωμα επικίνδυνα γλιστερό. Ο καπετάν Νικόλας φώναξε:!!
«Όλοι στις θέσεις σας! Η θάλασσα απόψε θέλει να μας δοκιμάσει!»
Τα κύματα χτυπούσαν με δύναμη το πλοίο, σηκώνοντας το σαν καρυδότσουφλο και μετά βυθίζοντάς το στις άγριες χαράδρες του νερού. Το πλήρωμα πάλευε να κρατήσει το σκάφος σταθερό. Η Αργώ αντιστεκόταν στην οργή της φύσης, αλλά κάθε λεπτό που περνούσε, η κατάσταση γινόταν όλο και πιο επικίνδυνη.
Ο καπετάν Νικόλας, στο τιμόνι, ένιωθε τη δύναμη της θάλασσας να τον δοκιμάζει. Θυμήθηκε τις πολλές θύελλες που είχε αντιμετωπίσει στη ζωή του, αλλά καμία δεν ήταν σαν αυτή. Ηθάλασσα απόψε ήταν μια ανίκητη αντίπαλος, και εκείνος ήξερε πως η μοίρα του πλοίου και του πληρώματος εξαρτιόταν από κάθε απόφασή του.
«Κρατηθείτε γερά!» φώναξε, καθώς ένα τεράστιο κύμα υψώθηκε μπροστά τους, καλύπτοντας τα πάντα στο σκοτάδι.
Το πλοίο χτυπήθηκε με όλη τη δύναμη της καταιγίδας,!! Τα πάντα φάνηκαν να χάνονται μέσα σε μια στιγμή, καθώς το πλοίο βυθιζόταν στο χάος της θάλασσας. Ο καπετάνιος Νικόλας, με το τιμόνι στα χέρια του, έκλεισε τα μάτια του και ψιθύρισε μια προσευχή στον προστατη των ναυτικων ,τον Αγιο Νικολαο.!!
Όμως, ακριβώς τη στιγμή που φαινόταν ότι όλα είχαν χαθεί, η καταιγίδα άρχισε να καταλαγιάζει. Οι άνεμοι χαμήλωσαν, τα κύματα ηρέμησαν, και η βροχή έγινε μια απαλή ψιχάλα. Η Αργώ αιωρούνταν ήσυχα στο νερό, σαν να είχε μόλις βγει από μια τρομακτική δοκιμασία.
Ο καπετάν Νικόλας άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του. Το πλήρωμα ήταν εξαντλημένο αλλά ασφαλές, και το πλοίο, αν και πληγωμένο, επέπλεε ακόμα. Με ένα κουρασμένο χαμόγελο, ο καπετάνιος ψιθύρισε:
«Η θάλασσα μας άφησε να ζήσουμε... αυτή τη φορά».
Η καταιγίδα είχε περάσει, αλλά όλοι ήξεραν ότι ο ωκεανός ήταν ένας αδυσώπητος εχθρός. Κάθε φορά που τον διέσχιζαν, ήταν μια νέα μάχη. Και ο καπετάν Νικόλας ήξερε καλά πως η επόμενη καταιγίδα ίσως να ήταν ακόμα πιο αδυσώπητη.Ειχε ροτα για το Acapulco.
Υ.Γ.«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».
άφησε και ενα σχολιο!