Το 1982, βρέθηκα στην Γιοκοχάμα με το φορτηγό πλοίο που ήμουν πάνω. Είχαμε μόλις δεσεί στο λιμάνι και το απόγευμα αποφασίσαμε να βγούμε έξω για να εξερευνήσουμε την πόλη. Μαζί μου ήταν ο Στάθης, ο ηλεκτρολόγος του πλοίου, και ο Μάστρο Πέτρος, ο πρώτος μηχανικός. Μας είχε πιάσει μια διάθεση να ξεσκάσουμε μετά από το φορτωτικό και το μακρινό ταξίδι που είχαμε κάνει.
Το βράδυ καταλήξαμε σε ένα μπαρ που λεγόταν «Μύκονος», όπως ήταν φυσικό για την εποχή, με ελληνική μουσική και όλο το σκηνικό του νησιού. Μπορεί να βρισκόμασταν στη Γιοκοχάμα, αλλά το μπαρ έδινε την αίσθηση ότι ήμασταν στην Ελλάδα. Ήταν εκείνη η στιγμή που το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε μια όμορφη Γιαπωνέζα, η οποία καθόταν στο άλλο τραπέζι. Όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες στιγμές, η ατμόσφαιρα γύρω μου θόλωσε και το μόνο που έβλεπα ήταν αυτή.
Με τον Στάθη και τον Πέτρο να πίνουν το ποτό τους και να χαιρετούν διάφορους γνωστούς από το πλοίο, εγώ βρέθηκα να συζητώ μαζί της. Ήταν τόσο όμορφη και γλυκιά, και με την πρώτη κουβέντα, μου είπε πως λέγεται Σάγκα. Μιλήσαμε για λίγο, και τελικά συμφωνήσαμε να φύγουμε μαζί και να πάμε στο σπίτι της. Εγώ, ως τότε, δεν ήξερα ότι αυτή η απόφαση θα μου προκαλούσε τόση αγωνία το επόμενο πρωί.
Περάσαμε όμορφα το βράδυ, γελώντας, μιλώντας και χαλαρώνοντας. Αλλά εκείνο το πρωί, ξύπνησα με την αίσθηση ότι ο χρόνος πιέζει. Το πλοίο ήταν να σαλπάρει, και εγώ ήμουν σε μια κατάσταση πανικού, διότι δεν ήθελα να το χάσω. Το ρολόι έτρεχε και η ώρα είχε φτάσει ήδη. Ήξερα ότι το πλοίο δεν περίμενε κανέναν. Έπρεπε να φύγω άμεσα.Πήρα το ταξί με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Ο οδηγός, ένας παλιός Γιαπωνέζος ταξιτζής, φαινόταν να ξέρει την πόλη σαν την παλάμη του χεριού του. Χωρίς να πει λέξη, έβαλε το πόδι του στο γκάζι και το ταξί εκτοξεύθηκε στους δρόμους της Γιοκοχάμα σαν σφαίρα.
Ήταν σαν να έβλεπα όλη την πόλη να περνάει σε ένα σύντομο φλας: οι φωτεινές πινακίδες, οι άνθρωποι που περπατούσαν στους δρόμους, τα μαγαζιά που είχαν ήδη κλείσει, όλα κυλούσαν γύρω μας με τρομακτική ταχύτητα. Ο ταξιτζής, με την ψυχραιμία του, κοιτούσε το δρόμο μπροστά του, ενώ εγώ προσπαθούσα να παρακολουθήσω την πρόοδο του ταξιδιού μου, με το μυαλό μου να είναι στην κατάσταση του πλοίου, το οποίο με περίμενε.
Τα φώτα της πόλης θόλωναν και η αγωνία μου αυξανόταν, αλλά ο ταξιτζής δεν έδειχνε να σκιάζεται. Ο τύπος είχε κάτι το μαγικό — ακριβώς όπως οι άνθρωποι που ξέρουν τι κάνουν και πώς το κάνουν. Χωρίς να χρειαστεί να πει κάτι, το ταξί πετούσε στους δρόμους με τρομερή ταχύτητα, σαν να ήμασταν μέρος ενός αγώνα ταχύτητας.
Φτάσαμε στο λιμάνι στο τσακ! Ακριβώς τη στιγμή που το πλοίο ετοιμαζόταν να σαλπαρει. Το λιμάνι ήταν γεμάτο κίνηση και οι τελικές προετοιμασίες για την αναχώρηση γίνονταν με ταχύτητα και άψογο συγχρονισμό. Ο ανθυποπλοίαρχος, με τη σκαλα ήδη μισοανεβασμένη, ήταν έτοιμος να κλείσει τις προσβάσεις.
Εγώ, με την καρδιά να χτυπάει σαν τρελή, έτρεξα προς το πλοίο. Έριξα μια ματιά πίσω και είδα τον ταξιτζή να μου κάνει μια μικρή κίνηση με το χέρι, σαν να έλεγε «έγινε». Μόλις τον είδα, τον ευχαρίστησα με ένα νεύμα, και τότε εκείνος γυρνώντας το βλέμμα του μπροστά, έβαλε το ταξί σε μια απότομη στροφή και χάθηκε προς την πόλη, σαν να μην είχε ποτέ υπάρξει.
Ο ανθυποπλοιαρχος φωναζονταςκατεβασε λιγο την σκαλα ,εγω πηδησα και μπήκα την τελευταία στιγμή. Εκείνη την ώρα ένιωθα πως όλα τα άστρα είχαν συνωμοτήσει υπέρ μου. Ευτυχώς, το είχα προλάβει… Το πλοίο σάλπαρε λίγα λεπτά αργότερα, και εγώ ήμουν στο κατάστρωμα να κοιτάω την Γιοκοχάμα να απομακρύνεται πίσω μου.
Αλλά η εικόνα του ταξιτζή, του παλιού Γιαπωνέζου οδηγού που έβαλε το γκάζι μέχρι το τέρμα για να με σώσει, δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό μου.
Η ιστορια εν περιληψη ειναι αληθινη.Τα προσωπα και τα ονοματα ειναι φανταστικα.
Υ.Γ.«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα»
άφησε και ενα σχολιο!